αφήλιο

αφήλιο
(Αστρον.). Το σημείο στο οποίο ένας πλανήτης διαγράφοντας την ελλειπτική τροχιά του προσεγγίζει τη μέγιστη απόσταση από τον Ήλιο. Το α. είναι το αντίθετο του περιηλίου, το οποίο βρίσκεται στο άλλο άκρο του μέγιστου άξονα της έλλειψης. Στο α. η ταχύτητα περιφοράς του πλανήτη είναι μικρότερη απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της τροχιάς του. Το σχήμα απεικονίζει τη Γη στο αφήλιο.
* * *
το
το σημείο της τροχιάς πλανήτη ή άλλου μέλους του ηλιακού μας συστήματος που απέχει τη μέγιστη απόσταση από τον Ήλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αφήλιο — το σημείο της τροχιάς πλανήτη ή κομήτη γύρω από τον ήλιο που έχει τη μεγαλύτερη απόσταση από τον ήλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …   Dictionary of Greek

  • αστεροειδείς ή μικροί πλανήτες — Ουράνια σώματα που ανήκουν στο ηλιακό πλανητικό μας σύστημα. Παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πλανήτες, αλλά επειδή οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρότερες και προπάντων επειδή η λαμπρότητά τους είναι αμυδρή, η παρατήρηση και η μελέτη …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • Πλούτων — I Ο θεός του Κάτω Κόσμου των αρχαίων Ελλήνων, που ονομαζόταν και Άδης, Αΐδης, Αϊδωνεύς, Πλουτεύς. Ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία και του Ποσειδώνα και, κατά τον Ησίοδο, αδελφός επίσης της Εστίας και της Δήμητρας. Είχε πάρει… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλία — Η έλλειψη ομαλότητας· αναστάτωση, ακαταστασία· εκτροπή από το κανονικό. (Αστρον.) αληθινή α. Η γωνία που σχηματίζει ο μεγάλος άξονας της ελλειπτικής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος (πλανήτης, δορυφόρος κλπ.) με την επιβατική ακτίνα του σώματος,… …   Dictionary of Greek

  • εκκεντρότητα — (Αστρον.). Το μέτρο της επιμήκυνσης μιας ελλειπτικής τροχιάς. Ορίζεται ως το πηλίκο της απόστασης από το κέντρο της έλλειψης μέχρι τη μία εστία διά του μήκους του μεγάλου ημιάξονα ή ως ο λόγος της απόστασης μεταξύ των δύο εστιών της τροχιάς προς… …   Dictionary of Greek

  • ημιδιάμετρος — (Αστρον.). Η γωνία υπό την oποία φαίνεται η μισή διάμετρος ενός ουράνιου σώματος. Η η. εξαρτάται από την απόσταση και είναι μέγιστη για τους ανώτερους πλανήτες κατά την αντίθεση και για τους κατώτερους πλανήτες κατά την κατωτέρα σύνοδο. Η η.… …   Dictionary of Greek

  • περιήλιο — (Αστρον.). Η ελάχιστη απόσταση από τον Ήλιο, στην οποία περιοδικά βρίσκονται οι πλανήτες και οι κομήτες κατά την τροχιακή τους περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Το αντίθετο σημείο του π. είναι το αφήλιο*. * * * το, Ν αστρον. 1. σημείο τής τροχιάς ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”